- γκαρσόνι
- το(λ. γαλλ.), ο σερβιτόρος: Το γκαρσόνι πήρε την παραγγελία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γκαρσόν — και γκαρσόνι, το υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου κ.λπ., σερβιτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garcon «αγόρι»] … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
σερβιτόρος — ο, θηλ. σερβιτόρα και σερβιτόρισσα, Ν 1. υπάλληλος εστιατορίου, ζαχαροπλαστείου, καφενείου, που έργο του είναι το σερβίρισμα τών πελατών, γκαρσόνι 2. υπηρέτης οικίας που ασχολείται με το σερβίρισμα φαγητών και ποτών σε ένα γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κέρασμα — το, ατος 1. κένωση κρασιού στα ποτήρια: Είχε αναλάβει το κέρασμα. 2. φιλοδώρημα, πουρμπουάρ: Το γκαρσόνι πήρε δύο ευρώ κέρασμα από την παρέα εκείνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερβιτόρος — ο θηλ. σερβιτόρα (λ. ιταλ.) 1. υπάλληλος εστιατορίου ή καφενείου, γκαρσόνι. 2. αυτός που σερβίρει τα φαγητά ή τα ποτά, υπηρέτης, τραπεζοκόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέσι — το (λ. τουρκ.) 1. μάλλινος σκούφος χωρίς γύρο, συνήθως κόκκινος, με ή χωρίς φούντα, που τον φορούν οι ανατολίτες μουσουλμάνοι. 2. όμοιος σκούφος των Ελλήνων ευζώνων. 3. μτφ., ο πολύ μεθυσμένος: Έγιναν φέσι απ την πολλή ρετσίνα. 4. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)